φανός

φανός
φᾱνός, ή, όν, ([var] contr. fr. φαεινός)
A light, bright, Parm.8.41, Phryn. Com.93;

ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρί Pl.Phlb.16c

;

ἵνα ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω X.Cyn.10.7

; τὸ φ. brightness, light, ib.5.18;

στρέφειν πρὸς τὸ φ. ἐκ τοῦ σκοτώδους Pl.R.518c

, cf. 478c ([comp] Comp.); φανά τε καὶ καλά ib.506d, cf. Phld.Po.2.45;

φανότατος ἀήρ Gal.18(2).285

;

τοῖς φανοτάτοις θεῶν Ἡλίῳ καὶ Σελήνῃ Hld.10.4

.
2 of garments, washed clean,

χλαῖνα Ar.Ach.845

(lyr.);

σισύρα Id.Ec.347

.
3 bright, joyous,

φαναῖς ἐν εὐφροσύναις A.Pr.538

(lyr.);

φ. βίον διάγειν Pl.Phdr. 256d

.
4 conspicuous,

ἐλλόγιμος καὶ φ. Id.Smp.197a

.
5 Adv. -νῶς clearly: [comp] Comp.

φανότερον Jul.Or.4.145b

; [comp] Sup. φανότατα, Luc. Hist.Conscr.44.
II Φᾶνος, ὁ (properisp., cf. Hdn.Gr.1.175), name of a συκοφάντης, Ar.Eq.1256.
------------------------------------
φᾱνός, ,
A torch, Ar.Lys.308;

ὑπὸ φανοῦ πορεύεσθαι X.Lac.5.7

; ποῖος

φ. τοιοῦτος οἷος ὁ ἥλιος; Alex.87

; distd. from λύχνος, Anaxandr.48, cf. Phryn.40; but prob. = λύχνος in UPZ5.18, 6.15 (ii B. C.), Stud.Pal.10.251.2 (vi A. D.);

μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων Ev.Jo.18.3

, cf. PLond.3.1159.59 (ii A. D.): the form [full] πᾱνός (prob. a different word) is found in A.Ag.284, S.Fr.184, E.Ion 195 (lyr.), Fr.90, Diph.6, Men.62.
II φ. ὑελοῦς glass cover, Olymp.Alch.p.75 B.
2 a form of still, Zos.Alch.p.224 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φανός — shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φᾶνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… …   Dictionary of Greek

  • φανός — φᾱνός , φανός 1 shining masc nom sg φᾱνός , φανός 2 shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανός — ο 1. υαλόφραχτο σκεύος μέσα στο οποίο υπάρχει λυχνία, κερί ή άλλου είδους φως, το φανάρι. 2. φάρος σε λιμάνι. 3. η φωτιά που ανάβεται το βράδυ της 23ης Ιουνίου, παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φανοῖς — Φανός shining masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανοί — Φανός shining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανοῦ — Φανός shining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανούς — Φανός shining masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῷ — Φανός shining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”